μοδακρυλικός — ή, ό φρ. «μοδακρυλικές ίνες» (υφαντ.) γενικός χαρακτηρισμός συνθετικών ινών με περιεκτικότητα μεταξύ 35% και 85% κατά βάρος σε ακρυλονιτρίλιο … Dictionary of Greek
πολυακρυλονιτρίλιο — το, Ν χημ. υψιπολυμερές που λαμβάνεται με πολυμερισμό τού ακρυλονιτριλίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. polyacrylonitrile < poly (< πολυ *) + acrylonitrile (πρβλ. ακρυλονιτρίλιο)] … Dictionary of Greek
προπενονιτρίλιο — το, Ν χημ. άλλη ονομασία τής χημικής ένωσης ακρυλονιτρίλιο … Dictionary of Greek
ακρυλικό οξύ — Ακόρεστο οργανικό οξύ με τύπο CH2=CHCOOH. Αποτελεί το πρώτο μέλος της σειράς των μονοκαρβονικών οξέων με ανοιχτή αλυσίδα και έναν διπλό δεσμό. Είναι υγρό άχρωμο, με έντονη ερεθιστική οσμή. Έχει σημείο ζέσης 141°C και διαλύεται εύκολα στο νερό, το … Dictionary of Greek
κυανίου, ενώσεις — Ενώσεις, στο μόριο των οποίων υπάρχει η χαρακτηριστική ομάδα CN, όπως για παράδειγμα το υδροκυανικό ή πρωσικό οξύ (HCN) και το κυανιούχο κάλιο (KCN). Πρόκειται για αέριο ερεθιστικής οσμής, πολύ δηλητηριώδες, που καίγεται με ρόδινη φλόγα και… … Dictionary of Greek
υδροκυάνιο ή υδροκυανικό οξύ — Οξύ (HCN) αρκετά διαδομένο στο φυτικό βασίλειο με τη μορφή γλυκοζίτη, κοινότερος από τους οποίους είναι η αμυγδαλίνη, στα κουκούτσια πολλών καρπών (κεράσια, βερίκοκα, ροδάκινα) από τα οποία μπορεί να εξαχθεί. Το ανακάλυψε ο Σέελε το 1782 και το… … Dictionary of Greek